Σε σκηνοθεσία του Thomas Künstler, μια συμπαραγωγή του Animasyros για τον “Πατριάρχη” του ρεμπέτικου, Μάρκο Βαμβακάρη.
Στο πρώτο επεισόδιο του podcast ANIMA, μια συμπαραγωγή των RADCAST & ASIFA HELLAS για τους εραστές του animation εντός και εκτός συνόρων ο Βασίλης Καραμιτσάνης μας συστήνει δύο νέους δημιουργούς με έδρα τους την Ελλάδα. Ο ένας από αυτούς είναι ο πολιτογραφημένος πλέον Έλληνας Thomas Künstler.
Ο Künstler αν και Ιταλός ερωτεύθηκε ως Έλληνας το ρεμπέτικο και τους ήρωες του, τους δημιουργούς του που φέρνει στη ζωή με μία stop – motion animation τεχνική, το claymation, δουλεύοντας με ένα υλικό ταπεινό όπως και η δημιουργία, τον πηλό.
Ο νεαρός καλλιτέχνης με σπουδές Film Production με εξειδίκευση στο ντοκιμαντέρ στο Farnham University for the Creative Arts στο Κεντ της Αγγλίας, γνώρισε την ελληνική κουλτούρα από τους Έλληνες με τους οποίους συγκατοικούσε. Έμαθε τον Καζαντζίδη, τον Χατζιδάκι και έκανε το ρεμπέτικο, μόνιμο θέμα στη δημιουργική του παλέτα.
Το animation “Markos” είναι ένα ακόμη κεφάλαιο στο αφήγημα του. Μετά το “Ρεμπέτικο” και το “Den Les Kouventa”, με το οποίο συμμετείχε και στο Animasyros 10, το “Markos” είναι μια συμπαραγωγή του ANIMASYROS και αφηγείται τη ζωή, τα πάθη και τη δημιουργία του σπουδαίου Μάρκου Βαμβακάρη.
Ο Βαμβακάρης που καθιέρωσε με καταλυτικό τρόπο το 1949, ο νεαρός τότε συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις με την περίφημη διάλεξή του για το Ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Με τη διάλεξή του ο Χατζιδάκις επαναπροσδιόρισε τη θέση του ρεμπέτικου και το αποθέωσε κόντρα στις αρχές και την εξουσία που το κυνηγούσε, ενάντια στους αστούς ή τους όποιους λόγιους το περιφρονούσαν.
Όταν τελείωσε την ιστορική του διάλεξη αναδεικνύοντας το ρεμπέτικο ως θεμέλιο λίθο της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής ο Χατζιδάκις σύστησε στο κοινό τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου, οι οποίοι τραγούδησαν μπροστά στο έκπληκτο κοινό του Θεάτρου Τέχνης.
“Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω δυο από τους πιο γνήσιους και πιο δημιουργικούς εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής: Τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά τους. Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί του είδους προσφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω.”
Η διάλεξη γίνεται είδηση, η αστυνομία προειδοποιεί τη μητέρα του Χατζιδάκι να προσέχει ο γιος της όταν κυκλοφορεί στη γειτονιά τους, στο Παγκράτι και το ρεμπέτικο γκρεμίζει κάστες με τον Βαμβακάρη να είναι μια φιγούρα που εμπνέει.
Ακολουθεί ένα teaser μιας animated “ρεμπέτικης αγάπης” στην οθόνη.
Ο Βαμβακάρης για τους πρόσφυγες
Ο Μάρκος Βαμβακάρης (1905-1972) έφτασε από τη Σύρο στον Πειραιά το 1920 σε ηλικία 15 ετών όπου και εγκαταστάθηκε σε συγγενικό σπίτι στα Ταμπούρια. Τις νύχτες εκείνες κοιμόταν “στο πάτωμα με δύο κουβέρτες.” Γράφει το Refugees In Greece:
Σε γειτονικό καφενείο συνάντησε φραγκοσυριανούς γαιανθρακεργάτες, γνωστούς του πατέρα του, οι οποίοι τον πήραν μαζί τους στη δουλειά. Κουβαλούσε ζεμπίλια με κάρβουνο και κέρδιζε 20-40 δρχ. μεροκάματο. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη χιλιάδων προσφύγων στον Πειραιά, το λιμάνι γέμισε με σκηνές και αυτοσχέδια καταλύματα. Ο ίδιος, ως κάτοικος και εργαζόμενος της περιοχής, ήρθε αμέσως σε επαφή με τους πρόσφυγες, έζησε τα προβλήματα του πρώτου διαστήματος και παρακολούθησε τις προσπάθειες “αετονύχηδων” ντόπιων να εκμεταλλευτούν τις πιεστικές ανάγκες και τη φτώχεια των νεοαφιχθέντων.
Στο απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του που ακολουθεί ο Βαμβακάρης μιλάει για τη δυστυχία των προσφύγων και τις κακουχίες που υπέστησαν όχι μόνο κατά τη φυγή τους από τις πατρίδες τους αλλά και στον τόπο υποδοχής τους.
“Πάντως θυμάμαι την καταστροφή και τους πρόσφυγες. Πώς να σας το χαρακτηρίσω αυτό το πράμα. Καταστροφή. Δεν ήσαστε από μιά μεριά να βλέπατε τι είχε γίνει. Έμενε ο κόσμος εκεί στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε μια αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή παιδί μου. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράματα. Το τι ετραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δε λέγεται. Ατιμαστήκανε, γινήκανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε. Και κατόπιν εδώ που ήρθανε, τα ίδια. Προσπαθήσανε, γαμιόντουσαν, κάνανε χίλια δυο να βρίσκουν το ψωμί τους, μέχρι που να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε έξι παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ένας από δω, άλλα άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου. Τι να κάνανε και οι αρχές; Ποιον να πρωτοκυνηγήσουνε; Μήπως ήτανε ένα και δυο; Πολλά.
Και οι ντόπιοι δεν τους βλέπανε με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δύο. Φύγετε από εδώ ρε. Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες είναι πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήτανε εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουν, απατεώνες.
Και με τον καιρό αρχινάγαν να πηγαίνει κάθε άνθρωπος στο μέρος του. Άλλοι πήγαν στην Θάσο, άλλοι στη Τρίπολη, άλλοι στη Θεσσαλονίκη, άλλοι στας Σέρρας, Καβάλα, άλλοι στα νησιά, άλλοι στα Δωδεκάνησα. Χρόνο με χρόνο πήραν δρόμο. Όμως τώρα έχουν γίνει πρώτοι σε όλα. Όλοι αυτοί οι πρόσφυγες που βλέπεις είναι οι κυριώτεροι σε όλα. Είναι άνθρωποι της δουλειάς.”
Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία, επιμ. Αγγέλα Βέλλου-Κάιλ, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1978, σ. 83.