Ο διεθνής Τύπος της 2ας Ιουνίου: Πάπας εναντίον παιδόφιλων ιερέων, Mπάιντεν εναντίον εξορύξεων στην Αρκτική.
Ο γύρος του κόσμου μέσα από τα πρωτοσέλιδα του ευρωπαϊκού και του αμερικανικού Τύπου σε επιμέλεια Παναγιώτη Τουρκοχωρίτη.
Στην Ισπανία, η El País γράφει ότι: «Ο Πάπας σκληραίνει τον κανονικό νόμο για να τιμωρήσει την παιδοφιλία». Η μεγαλύτερη νομική μεταρρύθμιση των τελευταίων 40 χρόνων προβλέπει την αποβολή από το κληρικό σώμα όσων έχουν κακοποιήσει παιδιά ή ευάλωτους ενήλικες. Επίσης, στην El Mundo διαβάζουμε: «Η τιμή του ρεύματος ξεκίνησε με ρεκόρ στην ζώνη υψηλής κατανάλωσης». Ο νέος υπολογισμός της κιλοβατώρας είναι 24 λεπτά, ο υψηλότερος που έχει καταγραφεί ποτέ. Η διαφορά μεταξύ της πιο φθηνής και της πιο ακριβής ζώνης κατανάλωσης είναι 118%.
Στη Βρετανία, οι ελπίδες για το άνοιγμα της οικονομίας αυξάνονται καθώς οι θάνατοι από κορονοϊό έπεσαν στο μηδέν. Η Daily Telegraph γράφει σχετικά: «Ο πρωθυπουργός υπό πίεση για να κρατήσει την υπόσχεση για τις 21 Ιουνίου». Εκκλήσεις προς τον Μπόρις Τζόνσον να μην καθυστερήσει το άνοιγμα της οικονομίας, τη στιγμή που για πρώτη φορά δεν ανακοινώνεται θάνατος από κορονοϊό στην Βρετανία και η Νίκολα Στέρτζον κάνει μια παύση στο δρόμο προς την επανεκκίνηση. Στο ίδιο μήκος κύματος οι Times: «Νέες ελπίδες για την 21η Ιουνίου καθώς οι θάνατοι πέφτουν στο μηδέν». Χθες ήταν η πρώτη μέρα της πανδημίας στην οποία δεν καταγράφηκαν θάνατοι από κορονοϊό.
Ο Guardian κυκλοφορεί σήμερα με τίτλο: «Το σχέδιο για ανάκτηση των χαμένων διδακτικών ωρών απορρίπτεται ως ‘ανεπαρκές’». Οι μαθητές θα λάβουν την επόμενη σχολική χρονιά 100 διδακτικές ώρες επιπλέον, σε ένα σχέδιο που ακόμα και υπουργός της κυβέρνησης θεωρεί ότι δεν είναι αρκετό. Και τέλος, ο Independent: «Η χρηματοδότηση των σχολείων για τον κορονοϊό δεν είναι αρκετή, προειδοποιούν οι δάσκαλοι». Το σχέδιο 1,5 δισεκ. λιρών για να κερδίσουν οι μαθητές τις χαμένες διδακτικές ώρες «θα καταρρεύσει στο πρώτο εμπόδιο», λένε οι εκπαιδευτικοί.
Στη Γαλλία, η Libération κυκλοφορεί με τίτλο: «Γυναικοκτονίες: η αποτυχία». Δεκαοχτώ μήνες μετά τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας στο Παρίσι, οι ενώσεις κατηγορούν για ανικανότητα τους θεσμούς και επισημαίνουν τις τρύπες της δικαιοσύνης. Όπως στις πρόσφατες περιπτώσεις της Σαϊνέζ στο Μερινιάκ και της Στεφανί στο Αγιάνζ, που δολοφονήθηκαν αφού είχαν κάνει καταγγελία εναντίον των συντρόφων τους. Στη Le Monde διαβάζουμε: «Φόρος στις πολυεθνικές: αυτό που θα μπορούσε να κερδίσει η Ευρώπη». Με τις χώρες της ΕΕ να είναι πιο κοντά από ποτέ στην συμφωνία για έναν φόρο στις πολυεθνικές, το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Παρατηρητήριο εκτιμά ότι τα έσοδα από αυτόν μπορούν να αγγίξουν μέχρι και τα 200 δισ. ευρώ τον χρόνο. Η Le Figaro έχει τίτλο: «Η επικίνδυνη αντίστροφη μέτρηση για το τέλος του diesel». Ο αγώνας κατά των οχημάτων που ρυπαίνουν εντείνεται στην Γαλλία, περιορίζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία εκατομμυρίων οδηγών και αναγκάζοντας την αυτοκινητοβιομηχανία να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Τέλος, η Humanité γράφει: «Μισθοί: πρώτοι στο καθήκον, τελευταίοι στην εξυπηρέτηση». Αν και χειροκροτήθηκαν πέρυσι, οι αναντικατάστατοι μισθωτοί δεν είδαν καμιά από τις υποσχέσεις του γάλλου προέδρου να υλοποιούνται.
Στη Γερμανία, η Frankfurter Allgemeine Zeitung γράφει: «Το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ υποβαθμίζει την κατάσταση κινδύνου». Ο πρόεδρος του ινστιτούτου, Λόταρ Βίλερ, είναι υπέρμαχος μιας πιο αργής χαλάρωσης, ενώ ο υπουργός Υγείας Γενς Σπαν δηλώνει ότι «η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη». Στη Süddeutsche Zeitung διαβάζουμε: «Ένα ζήτημα συγχρονισμού». Η προτεραιοποίηση για τον εμβολιασμό τελειώνει την επόμενη εβδομάδα. ‘Είναι όμως καλή ιδέα, από τη στιγμή που δεν έχουν εμβολιαστεί όλες οι ευάλωτες ομάδες;’ αναρωτιέται η εφημερίδα. Τέλος, η Die Welt έχει τίτλο: «Η υποστήριξη για μια σταδιακή απαγκίστρωση από την πυρηνική ενέργεια μειώνεται». Εξαιτίας του επικείμενου «ενεργειακού κενού» και των πιο αυστηρών κλιματικών στόχων, μεγαλώνει η μερίδα των πολιτών που θεωρεί ότι η συνέχιση της λειτουργίας της πυρηνικής ενέργειας είναι θεμιτή.
Στην Ιταλία, θετικά είναι τα σημάδια που έρχονται από το πεδίο της οικονομίας. Στην Il Messaggero διαβάζουμε σχετικά: «Σημάδια ανάκαμψης για ΑΕΠ και εργασία». Σύμφωνα με τα στοιχεία της ιταλικής στατιστικής υπηρεσίας, η οικονομία είναι σε άνοδο όπως και η εργασία για τις γυναίκες. Οι νέοι κάτω των 30 φαίνεται να προτιμούν τα επιδόματα. Η La Repubblica γράφει: «Ντράγκι: η ανάκαμψη έρχεται και δεν μπορούμε να κάνουμε λάθη». Ο πρωθυπουργός από την Εμίλια-Ρομάνια έκανε έκκληση στις μεταποιητικές επιχειρήσεις: «έχουμε ανάγκη την δύναμή σας για την ανάκαμψη». Για την αποφυγή πισωγυρίσματος, έθεσε τρεις θεμελιώδεις πυλώνες στο σχέδιό του: καινοτομία, κοινωνική συνοχή και ανταγωνισμός. Και η Corriere de la Sera: «Η Ιταλία θέλει να επανεκκινήσει». Η οικονομία της χώρας αναπτύχθηκε γρηγορότερα από την Γερμανία και τη Γαλλία. Ο πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλα είπε ότι «είναι μπροστά μας μια μεγάλη ευκαιρία». Τέλος, η La Stampa κυκλοφορεί με επετειακό πρωτοσέλιδο, για την ημέρα της Δημοκρατίας, με τίτλο: «Η καλύτερη Ιταλία». Με αφορμή τα εβδομήντα πέντε χρόνια από την γέννηση της Δημοκρατίας, ο πρόεδρος Ματαρέλα είπε ότι «το κοινό καλό είναι πιο σημαντικό από τα επιμέρους συμφέροντα».
Στις ΗΠΑ, οι New York Times γράφουν: «Στην Τάλσα, μνημονεύοντας μια σφαγή». Ο πρόεδρος Μπάιντεν είπε στους επιζώντες του ρατσιστικού μακελειού στην Τάλσα, μεταξύ των οποίων και η Βαϊόλα Φορντ Φλέτσερ, 107 ετών, ότι οι ιστορίες τους «θα γίνουν γνωστές σε όλους». Στους Financial Times διαβάζουμε: «Η αύξηση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη ανεβάζει τον πήχυ για τα μέλη της ΕΚΤ». Οι στόχοι της κεντρικής τράπεζας δεν επιτεύχθηκαν για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια, τη στιγμή που οι τιμές αυξάνονται και στις ΗΠΑ. Η Wall Street Journal κυκλοφορεί με κύριο τίτλο: «Επίθεση κακόβουλου λογισμικού χτυπά την αμερικανική εταιρεία επεξεργασίας κρέατος JBS». Η επίθεση έθεσε εκτός λειτουργίας μεγάλο μέρος της επεξεργασίας βοδινού και χοιρινού κρέατος, με τους καταναλωτές να ψάχνουν για εναλλακτικές και τους ειδικούς να προβλέπουν αύξηση στις τιμές. Τέλος, η Washington Post γράφει: «ο Μπάιντεν σταματά τις άδειες για πετρέλαιο και αέριο στις Αρκτικές περιοχές». Η κυβέρνηση πήρε πίσω μια από τις πιο επιβλαβείς, περιβαλλοντικά, πράξεις του Τραμπ αναβάλλοντας όλες τις επιχειρήσεις εξόρυξης καυσίμων στο Εθνικό Καταφύγιο Άγριας Ζωής του Αρκτικού κύκλου.